Τα «κοράκια» των αγορών χτυπούν την πόρτα ελληνικών εταιρειώνΓιώργος Μαντέλας
mantelas2000@yahoo.grΤΡΑΠΕΖΕΣ
Εντοπίζουν τις ευκαιρίες που είναι καλές επιχειρήσεις, με υγιή θεμελιώδη μεγέθη, αλλά με «κατεστραμμένες» χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και υψηλό βραχυπρόθεσμο δανεισμό, και «χτυπούν»
Διεθνώς είναι γνωστοί ως «τα κοράκια» των αγορών. Εμφανίζονται στο τέλος κάθε μεγάλης οικονομικής περιπέτειας, δημοσιονομικής ή επιχειρηματικής, προβάλλοντας αγαθές προθέσεις. Δηλαδή, να δώσουν ρευστό, σε όσους το έχουν ανάγκη, με το αζημίωτο. Η προσέγγιση γίνεται με δύο τρόπους.
Ο πρώτος είναι ο άμεσος: επιλέγουν καλές εταιρείες, οι οποίες, λόγω της συγκυρίας, αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους και με αντάλλαγμα ένα καλό ποσοστό μετοχών – συνήθως πλειοψηφικό – αναλαμβάνουν να τις καλύψουν.
Ο δεύτερος είναι έμμεσος: φτάνουν στους στόχους τους, διά της τεθλασμένης, δηλαδή, εν προκειμένω, μέσω των τραπεζών. Απευθύνονται, λοιπόν, στα πιστωτικά ιδρύματα και «προσφέρονται» να αγοράσουν βραχυπρόθεσμα δάνεια, έναντι «πινακίου φακής». Δηλαδή, αφού έχει προηγηθεί ένα καλό haircut.
Από την άνοιξη
Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι εκ των προτέρων γνωστό. Διά αυτού του τρόπου, αλώνονται «φιλέτα», που υπό άλλες συνθήκες δεν θα υπήρχε περίπτωση ούτε να τα κοιτάξουν. Αλλά τα distress funds, όπως είναι επισήμως η ονομασία τους, έχουν μάθει να περιμένουν και να χτυπούν την κατάλληλη στιγμή.
Ό,τι έκαναν και κάνουν, δηλαδή, και με την Ελλάδα. Στη χώρα μας, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στις αρχές της περασμένης άνοιξης, πριν από έναν χρόνο περίπου. Εγκαταστάθηκαν σε κεντρικό ξενοδοχείο της πλατείας Συντάγματος και το πρώτο πράγμα που έκαναν ήταν να επιδιώξουν να συναντηθούν με τις διοικήσεις τραπεζών, μικρών και μεγάλων. Ιδιαίτερα εκείνων που είχαν «επιβαρυμένο» επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο. Τότε, κάποιοι τραπεζίτες αρνήθηκαν ακόμη και να τους δουν. Κάποιοι άλλοι τους συνάντησαν, αλλά καθαρά για λόγους ευγένειας. Η πρώτη εντύπωση, από εκείνη την πρώτη παρουσία τους εδώ, ήταν απογοητευτική. Ωστόσο, ήταν παράλληλα και αναμενόμενη για τους ίδιους. Όπως εξηγούν σήμερα, γεμάτοι ικανοποίηση, σε συνομιλητές τους, όταν αργά το βράδυ πίνουν το ποτό τους χαλαρώνοντας στο μπαρ του ίδιου ξενοδοχείου που επέλεξαν και την πρώτη φορά «στην αρχή, όπου κι αν πηγαίνουμε, την ίδια υποδοχή μας κάνουν. Μετά τα πράγματα αλλάζουν».
Στην περίπτωση της Ελλάδας, άρχισαν να αλλάζουν από τα τέλη καλοκαιριού, όταν ήρθαν για τρίτη φορά. Η δεύτερη, μεσολάβησε στις αρχές του καλοκαιριού, όταν έγινε η δεύτερη διερευνητική προσέγγιση. Ωστόσο, ούτε εκείνη είχε αποτέλεσμα. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, τα στελέχη των distress funds έχουν μάθει να περιμένουν. Και συνήθως ανταμείβονται. Τρεις μήνες μετά, είχαν, για μια ακόμη φορά, την ευκαιρία να διαπιστώσουν του λόγου το αληθές. Όταν επέστρεψαν στη χώρα μας, αρχές Σεπτεμβρίου, βρήκαν τις πόρτες ανοιχτές. Οι τραπεζίτες ήταν έτοιμοι να συζητήσουν μαζί τους και σε ορισμένες περιπτώσεις, το έκαναν. Μόνο που αυτήν τη φορά, απέναντι τους, βρήκαν σκληρούς διαπραγματευτές.
«Κακά» δάνεια
Σε μια περίπτωση, έγινε πρόταση για την εξαγορά ενός πακέτου κακών δανείων με όρους που, στην καλύτερη των περιπτώσεων, μπορούν να χαρακτηρισθούν επαχθείς. Για παράδειγμα, κατατέθηκε πρόταση εξαγοράς δανείων που άξιζαν (ενδεικτικά) 10 ευρώ στην τιμή των 2 ευρώ. Η λογική τους, όπως εξηγήθηκε, ήταν η εξής: «Αυτά τα δάνεια θα τα διαγράψετε. Αν τα πουλήσετε σε εμάς, σε αυτήν την τιμή, θα κερδίσετε κάτι. Αλλιώς τίποτε». Σε τι αποσκοπούσαν οι ίδιοι; Στο να τα εισπράξουν στην τιμή των 4 ευρώ, «βγάζοντας» κέρδος 2 ευρώ. Αυτή, όμως, ήταν η μία κατηγορία.
Υψηλός δανεισμός
Τα στελέχη των distress funds έχουν μάθει να περιμένουν. Και συνήθως ανταμείβονται
Γιατί υπήρχε και η άλλη, και συγκεκριμένα αυτή των distress funds, που επιδίωκαν «να βάλουν στο χέρι» ακόμη και μεγάλες εταιρείες, με ανελαστικό δανεισμό, που λόγω έλλειψης ρευστότητας είχαν περιέλθει σε δεινή οικονομική θέση. Στη συγκεκριμένη λίστα, υπήρχαν ορισμένα από τα πιο γνωστά ονόματα του ελληνικού επιχειρείν. Σε εκείνη τη φάση, οι περισσότερες διασώθηκαν. Όχι, όμως, και όλες.
Είναι ενδεικτική η περίπτωση της μεγάλης χαρτοβιομηχανίας ΜΕΛ, η οποία υπέγραψε προσύμφωνο εξαγοράς από distress assets μεγάλης τουρκικής πολυεθνικής. Υπό άλλες συνθήκες, η ΜΕΛ θα σχεδίαζε την επέκτασή της στη γείτονα, ακόμη και μέσω εξαγορών. Τώρα, ετοιμάζεται να εξαγορασθεί η ίδια με κεφάλαια της κρίσης.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι αυτό της ελληνικής θυγατρικής της Wind. Πουλήθηκε σε distress fund στο ξεκίνημα της κρίσης, προαναγγέλλοντας, κατά κάποιον τρόπον, το τι θα επακολουθούσε.
Ενδιαφέρον και για τράπεζα
Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι μέχρι και για μικρομεσαία τράπεζα ενδιαφέρθηκαν, όπως επίσης και για ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της ελληνικής βαριάς βιομηχανίας. Και στη μία και στην άλλη περίπτωση, οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται.
Τα «ονόματα»
Ποια είναι όμως αυτά τα funds που κάνουν την εμφάνισή τους μέσα στην «ομίχλη της κρίσης»; Πρόκειται για διεθνείς παίκτες των αγορών που δεν επενδύουν μόνον σε επιχειρήσεις με δύσκολο παρόν, αλλά – υπό προϋποθέσεις – με ευοίωνο μέλλον, επιδιώκοντας σε καλές υπεραξίες, ενώ επεκτείνουν τα ενδιαφέροντά τους και σε άλλα προϊόντα. Χαρακτηριστικά αναφέρονται οι περιπτώσεις ομολόγων, μετοχών κ.λπ. Ωστόσο, το κύριο βάρος πέφτει στα επιχειρηματικά δάνεια.
Η προειδοποίηση ότι «θα δούμε σημαντικές ανακατατάξεις» ακούγεται σχεδόν από παντού
Πάρετε, για παράδειγμα, το Greylock Asset Management, το οποίο είχε επενδύσει και στα ελληνικά CDS. Βεβαίως, δεν είναι το μοναδικό. Το ίδιο είχαν κάνει και μια σειρά από άλλα funds, όπως, για παράδειγμα, το Saba Capital Management, το Och-Ziff Capital Management, το CapeView Capital LLP ή το Vega Asset Management. Για την ιστορία του πράγματος, πάντως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το fund που συνέχισε να παίζει σε όλα τα ταμπλό (και σε αυτό των CDS), μέχρι και πρόσφατα, ήταν το York Capital Management. Σύμφωνα με τηλεγράφημα του Bloomberg, ο πρόεδρος του James Dinan έχει «επενδύσει» πολλά στο κεφάλαιο Ελλάδα. Και όταν λέμε «πολλά», για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο fund έχει υπό διαχείριση 14 δισ. δολάρια. Όσα χρειάζεται η Ελλάδα, δηλαδή, για να καλύψει τη μεγαλύτερη ομολογιακή λήξη των τελευταίων ετών, που απειλεί να τη ρίξει στο καναβάτσο.
Βεβαίως, για να αποδοθεί πλήρως η εικόνα του τι συμβαίνει αυτές τις ώρες στην Αθήνα, ως προς αυτό το σημείο, καλό θα είναι να διευκρινισθεί ότι τα «πήγαινε - έλα» των διαχειριστών αυτών των funds δεν τελειώνουν ποτέ. Όπως και ο αριθμός όσων επιλέγουν, το τελευταίο διάστημα, τη χώρα μας ως επόμενο στόχο. Μόλις προ τριών εβδομάδων, στην ελληνική πρωτεύουσα έφτασαν οι εκπρόσωποι 16 τέτοιων κεφαλαίων, από Νέα Υόρκη, Λονδίνο και Παρίσι. Έμειναν στην Αθήνα λιγότερο από 48 ώρες και έκαναν διψήφιο αριθμό συναντήσεων ο καθένας. Στην άλλη πλευρά του τραπεζιού, βρέθηκαν τραπεζίτες, επιχειρηματίες και όχι μόνον. Έγινε ανταλλαγή πληροφοριών και εκτιμήσεων και συγκεντρώθηκαν στοιχεία. Εκτιμάται ότι τα αποτελέσματα αυτών των συναντήσεων θα φανούν σύντομα.
Και σε αυτά θα πρωταγωνιστήσει μια ειδική υποκατηγορία των distress funds, τα λεγόμενα deep value funds. Είναι αυτά που κάνουν όλη τη «βρώμικη δουλειά», που περιγράψαμε παραπάνω: εντοπίζουν τις ευκαιρίες, που συνήθως είναι καλές – κατά τα άλλα – επιχειρήσεις, με υγιή θεμελιώδη μεγέθη, αλλά με «κατεστραμμένες» χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και υψηλό βραχυπρόθεσμο δανεισμό και «χτυπούν», εξαγοράζοντας πλειοψηφικά πακέτα μετοχών.
Ενδεικτικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας είναι το Owl Creek Asset Management, που ιδρύθηκε το 2001 και έχει την έδρα του στη Νέα Υόρκη, με παρουσία σε όλο τον κόσμο. Εννοείται ότι δεν είναι το μοναδικό.
«Θέμα χρόνου»
Στην πραγματικότητα, στη χώρα μας, αυτόν τον τελευταίο χρόνο, έγινε μια «παρέλαση» από διαχειριστές funds όλων των ειδών και όλων των κατηγοριών. Πολλά projects θεωρούνται πλέον εξαιρετικά ώριμα για να ανακοινωθούν. Για την ακρίβεια, «είναι απλώς θέμα χρόνου», όπως αναφέρουν τραπεζικές πηγές που παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις και είναι σε θέση να γνωρίζουν λεπτομέρειες. Το πιο ανησυχητικό; Η προειδοποίηση ότι «θα δούμε σημαντικές ανακατατάξεις» ακούγεται σχεδόν από παντού.
Το κακό είναι ότι, στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι αλλαγές αυτές θα είναι περίπου αναγκαστικές και θα τις επιβάλλουν οι εξελίξεις των ημερών. Υπό άλλες συνθήκες, όχι απλώς δεν θα γίνονταν αλλά δεν θα συζητούνταν καν. Όπου σταματά η λογική ωστόσο και ξεκινά η κρίση, κάπου εκεί εμφανίζονται τα distress funds, με τις γνωστές πλέον, και στην Ελλάδα, συνέπειες.