Τρωτή η αξιοπιστία των ξένων οίκων
«ΚΑΤΗΓΟΡΩ» ΓΙΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ, ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΓΙΑ «ΕΚΒΙΑΣΜΟΥΣ»
Του ΧΡ. ΙΩΑΝΝΟΥ Ο
Ι ΟΙΚΟΙ που «ελέγχουν» το αξιόχρεο χωρών και εταιρειών και υπολογίζουν τον κίνδυνο ενός χρηματοοικονομικού προϊόντος είναι ιδιωτικές εταιρείες. Κερδίζουν παρά την κρίση πολλά ποσά και προκαλούν θόρυβο στις αγορές. Αρκεί ένας καλύτερος ή χειρότερος βαθμός σε μια χώρα για να επηρεαστούν οι αγορές κεφαλαίου και χρέους συνολικού ύψους 105,7 τρισ. δολαρίων (60 τρισ. το χρέος και 45,7 τρισ. δολ. οι χρηματιστηριακές αξίες).
Ομως έχει αποδειχθεί στο παρελθόν ότι και οι ίδιες δεν είναι πάντα αξιόπιστες. Είτε γιατί αλληθωρίζουν και δεν βλέπουν την πραγματικότητα, είτε γιατί «εκβιάζουν» να πάρουν δουλειές, είτε γιατί έχουν συγκρούσεις συμφερόντων. Μέχρι και την εξυπηρέτηση γεωπολιτικών συμφερόντων τους φορτώνουν. Τέτοιες εταιρείες είναι περίπου 20 σε όλο τον κόσμο. Οι γνωστότερες και μεγαλύτερες είναι τρεις: Standard and Poor's, Moody's και Fitch.
Κάθε φορά που ξεσπάει κάποια κρίση, είτε αυτή αφορά μεμονωμένη εταιρεία, ή μία χώρα, ή συνολικά μια αγορά προϊόντων, τότε οι επενδυτές κοιτούν τον βαθμό που είχαν δώσει οι αξιολογητές. Στην περίπτωση της Enron, 4 ημέρες πριν καταρρεύσει ο γίγαντας με τα πήλινα πόδια, οι εταιρείες αξιολόγησης διατηρούσαν υψηλούς βαθμούς.
Η Moody's έχει κατηγορηθεί για «εκβιασμούς». Προσέφερε στη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία Hannover Re δωρεάν βαθμολόγηση, αλλά η εταιρεία αρνήθηκε. Η Moody's συνέχισε να δίνει δωρεάν αξιολογήσεις, μειώνοντας σταδιακά τη βαθμολογία. Οταν κατέρρευσε η αγορά στέγης στα τέλη του 2007, η Moody's αναγκάστηκε να περικόψει το προσωπικό της.
Σε τι χρειάζονται όμως οι εταιρείες αξιολόγησης; Εμπειρικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι αποκλίσεις των αποδόσεων μεταξύ εταιρικών ή κρατικών ομολόγων αυξάνονται όταν η πιστωτική κατάσταση επιδεινώνεται, αλλά πριν γίνει οποιαδήποτε υποβάθμιση από κάποιον οίκο. Αυτό σημαίνει ότι η αγορά αντιλαμβάνεται πρώτη και οι οίκοι ακολουθούν. Ετσι, αμφισβητείται η ενημερωτική αξία των αξιολογήσεων.
Ενα είναι σίγουρο: ότι σε έναν κόσμο που στηρίχθηκε στον δανεισμό και στη δημιουργία προϊόντων δανεισμού, πολλά από τα οποία ήταν αέρας, αναγκαστικά ο ρόλος των εταιρειών αυτών ήταν και είναι σημαντικός. Οι εταιρείες αυτές διογκώθηκαν, πολύ απλά γιατί μεγάλωνε η αγορά (δανεισμός) στην οποία δραστηριοποιούνται. Εάν αυτές οι εταιρείες από την αρχή ήταν εξαιρετικά φειδωλές στην αξιολόγηση, τότε η φούσκα ασφαλώς θα ήταν μικρότερη.
Πολλοί ισχυρίζονται πως οι υπηρεσίες αυτών των εταιρειών δεν χρειάζονται για να αξιολογήσουν χρεόγραφα, μετοχές, ομόλογα, προϊόντα τα οποία είναι ελεύθερα για διαπραγμάτευση σε αγορές οι οποίες και καθορίζουν την αξία τους. Χρειάζονται όμως στην αξιολόγηση μικρότερων εταιρειών, που δεν έχουν πρόσβαση στις αγορές.
Fitch Group
Από το 1997 μέχρι σήμερα η Fitch Group ελέγχεται από έναν ιδιώτη, τον γάλλο επιχειρηματία Mark Ladreit de Lacharriere.
Είναι κάτοχος του 73,6% των μετοχών (ή ασκεί δικαιώματα για το 87% των μετοχών) της Fimalac, η οποία κατέχει το σύνολο των μετοχών της Fitch Group. Η Fimalac ή Financiere Marc de Lacharriere, όπως είναι η πλήρης επωνυμία της, ιδρύθηκε από τον σημερινό βασικό μέτοχο το 1991. Το 1992 εξαγόρασε την λονδρέζικη IBCA και το 1997 κατάφερε να εξαγοράσει την αμερικανική Fitch. Σήμερα η Fimalac είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο του Παρισιού με χρηματιστηριακή αξία 1,1 δισ. ευρώ.
Αντλεί το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων της 81% από τις υπηρεσίες αξιολόγησης και το 19% από το λογισμικό διαχείρισης κινδύνου (Algorithmics). Το 38% των εσόδων της προέρχεται από τις ΗΠΑ, το 23% από την Ευρώπη (εκτός Αγγλίας), το 11% από την Ασία και το 10% από τη Μεγ. Βρετανία. Με άλλα λόγια η Fitch είναι έμμεσα «δημόσια» εταιρεία, αλλά με εξαιρετικά χαμηλή διασπορά μετοχών, φαινόμενο που δεν συναντάται σε εταιρείες με ανάλογη (υψηλή) χρηματιστηριακή της αξία.
Είναι η τρίτη σε μέγεθος εταιρεία το κλάδου μετά την Standards & Poors και την Moody's. Την περίοδο 2008/2009 πραγματοποίησε έσοδα 559 εκατ. ευρώ, λειτουργικά κέρδη 137 εκατ. ευρώ και καθαρά κέρδη (μετά από φόρους) 22 εκατ.
Ο ιδιοκτήτης της, Mark Ladreit de Lacharriere, είναι σημαίνον στέλεχος της γαλλικής και όχι μόνο επιχειρηματικής κοινότητας. Συνδυάζει business, πολιτιστικές δραστηριότητες και εσχάτως αγαθοεργίες. Είναι μέλος του δ.σ. μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων όπως της Casino, της L'Oreal και της Renault. Το 2006 εκλέχτηκε πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών. Είναι επίσης πρόεδρος του εκδοτικού ομίλου La Revue des Deux Mondes και φιλανθρωπικού ιδρύματος. Είναι χορηγός στο Μουσείο του Λούβρου και πρέσβης καλής θέλησης της Unesco.
Η Fitch όπως και οι άλλοι οίκοι είχαν επικριθεί για τις υπερβολικά καλούς βαθμούς που έβαζαν σε εταιρείες που πτώχευσαν. Στις 28 Ιουνίου 2007, περίπου ένα χρόνο πριν η Lehman Brothers κηρύξει πτώχευση, ο οίκος Fitch είχε αναβαθμίσει σε «ΑΑ-» την πιστοληπτική της ικανότητα και των θυγατρικών της, δίνοντας μάλιστα την ένδειξη της «σταθερότητας», για την προοπτική της. Οπως έγραφε στο σχετικό σημείωμά της «η αναβάθμιση είναι το αποτέλεσμα των βελτιωμένων εσόδων και της διαφοροποίησης των κερδών ανά προϊόν και γεωγραφικό τομέα. Το μερίδιο αγοράς στις μετοχές και στην επενδυτική τραπεζική βελτιώνεται...».
Moody's
Οταν η Lehman κήρυξε πτώχευση η Fitch είχε προχωρήσει σε υποβάθμιση μιας μόνο βαθμίδας, δηλαδή σε Α+ από ΑΑ-. Και με αυτή την αξιολόγηση «έσκασε». Μετά την ένταξη στο καθεστώς πτώχευσης, τότε η Fitch «έριξε» επτά σκαλιά την βαθμολογία, δηλαδή σε D από Α+.
Επίσης είχε αξιολογήσει με υψηλό βαθμό ΑΑΑ μέρος των εξασφαλισμένων υποχρεώσεων χρέους (CDO) της ελβετοαμερικανικής τράπεζας Credit Suisse που αποδείχθηκαν χαμένες. Η Fitch κατηγορείται σε μικρότερο βαθμό σε ό,τι αφορά τις θέσεις της απέναντι στα προϊόντα CDO's (χρηματοοικονομικά προϊόντα συνδεδεμένα με τα χρέη των εταιρειών), αφού αναλυτές της είχαν προειδοποιήσει για τα μεγάλα ρίσκα αυτών από τον Απρίλιο του 2007.
Standard & Poors
Η Moody's Corporation αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη εταιρεία. Διαχωρίζεται σε δύο τμήματα, τη Moody's Investors Service, που ασχολείται με τις αξιολογήσεις, και τη Moody's Analytics, που παρέχει αναλύσεις, έρευνες και οικονομικά δεδομένα.
Είναι εταιρεία εισηγμένη στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, με χρηματιστηριακή αξία 5,8 δισ. δολάρια. Σε αυτήν επένδυσε ο Warren Buffet, μέσω της Pacific Cathaway. Και το έκανε όταν οι επενδυτές κατηγορούσαν τους οίκους αξιολόγησης για μεθοδεύσεις και εσφαλμένες εκτιμήσεις στη διάρκεια της κρίσης, με αποτέλεσμα να πέσει η αξία τους. Και κέρδισε αρκετά λεφτά. Αν και πούλησε ορισμένες από τις μετοχές που αγόρασε, παραμένει ο μεγαλύτερος μέτοχος, με 16,1%, και ακολουθούν άλλοι θεσμικοί επενδυτές και εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων, όπως οι Davis Selected Advisers, Capital Research, Morgan Stanley, Barclays Global κ.λπ.
Ο διεθνής όμιλος είχε το 2008 έσοδα 1,755 δισ. δολάρια, λειτουργικά κέρδη 748 εκατ. δολ. και καθαρά κέρδη 457,6 εκατ. ευρώ. Από αυτά τα 1,205 δισ. δολάρια προήλθαν από τις αξιολογήσεις χρέους (Moody's Investors Service) και τα υπόλοιπα 550 εκατ. από τις υπηρεσίες της Moody's Analytics.
Είναι ο μεγαλύτερο οίκος αξιολόγησης του κόσμου και παρέχει υπηρεσίες για τον χρηματοοικονομικό κλάδο γενικότερα. Παρέχει αναλύσεις για επενδυτικά προϊόντα, δημιουργεί και παρακολουθεί χρηματιστηριακούς δείκτες που καλύπτουν το 70% της παγκόσμιας χρηματιστηριακής αξίας και παρέχει υπηρεσίες αξιολόγησης χρηματοοικονομικών προϊόντων, κρατών, εταιρειών και δεδομένα για μετοχές, ομόλογα, αμοιβαία κεφάλαια κάθ είδους κ.λπ.
Ανήκει στον όμιλο McGraw-Hill, που δραστηριοποιείται επίσης στους τομείς των εκδόσεων, της ενημέρωσης και της εκπαίδευσης. Από τα 6,36 δισ. δολάρια έσοδα που είχε ο όμιλος McGraw-Hill το 2008 τα 2,654 δισ. δολάρια προήλθαν από τις υπηρεσίες στον χρηματοοικονομικό τομέα δηλαδή από τη Standard's & Poor's. Μάλιστα, αποτελεί την «αγελάδα» του ομίλου καθώς από τα 1,464 δισ. δολ. που ήταν τα λειτουργικά κέρδη του ομίλου McGraw το το 72% (ήτοι 1,055 δισ. δολ.) προήλθε από την S&Ρ.
Ο μεγαλύτερος μέτοχος στη McGraw-Hill είναι ο επενδυτικός οίκος διαχείρισης κεφαλαίων Τ. Rowe Price (διαχειρίζεται κεφάλαια 366 δισ. δολάρια ΗΠΑ) με 8,05%, και ακολουθούν άλλοι μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές, Barclays Global Investor 4,83%, Vanguard Group 3,74%, State Street Corp 3,69%, Morgan Stanley 3,47% κ.λπ.
Για να κατανοήσει κάποιος τη δύναμη του οίκου Standard & Poor's, αρκεί να λάβει υπόψη του πως κατά τη διάρκεια του 2008 εξέδωσε πάνω από ένα εκατομμύριο (1.000.000) εκθέσεις.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=111731