Ελκυστικές πάντα οι αναδυόμενες αγορές σε περίοδο ήπιων αποδόσεων
ΤΟΥ Μ. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ
Αν και οι αναδυόμενες αγορές ήταν πρωταθλήτριες των αποδόσεων, όχι μόνο για το 2009 (+59% σε τοπικό νόμισμα, +79% σε δολάρια) αλλά και συνολικά κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, κατά την οποία κατάφεραν να τριπλασιάσουν σχεδόν την αξία τους, οι ειδικοί των αγορών υποστηρίζουν πως και κατά την τρέχουσα χρονιά θα υπεραποδώσουν.

Τα ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη των οικονομιών τους και το γεγονός ότι συνεχίζουν να αποτελούν την «ατμομηχανή» της παγκόσμιας ανάπτυξης ενισχύουν, λένε οι αναλυτές, τις ροές θεσμικών κεφαλαίων, με αποτέλεσμα να εκτιμούν πως οι προοπτικές τους μεσοπρόθεσμα θα παραμείνουν θετικές συστήνοντας έτσι αυξημένες θέσεις.
Από την άλλη πλευρά, ο κίνδυνος μίας κρίσης κρατικού χρέους και τα γενικότερα γεγονότα στα οικονομικά των ανεπτυγμένων κρατών έχουν καταστήσει τα ομόλογα των αναδυόμενων οικονομικών πιο ελκυστικά. Η κατηγορία που προτιμάται περισσότερο παραμένει αυτή των ομολόγων αναδυόμενων αγορών που έχουν εκδοθεί σε εθνικό νόμισμα (Emerging Markets Debt Local Currency).
Η «παρατεταμένη περίοδος» χαλαρής πολιτικής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ υποδεικνύει υπεραπόδοση των αναδυόμενων αγορών, υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές, ενώ άλλοι λένε πως καθώς οι αγορές ενσωματώνουν ένα υψηλό πολιτικό ασφάλιστρο κινδύνου, το γενικότερο περιβάλλον παραπέμπει μάλλον σε πιο επιλεκτικές επιλογές. Η HSBC συστήνει π.χ. αυξημένες θέσεις στις αναδυόμενες αγορές της Αιγύπτου, της Ρωσίας, της Ουγγαρίας, της Τουρκίας, της Κίνας, της Ταϊβάν, του Μεξικού και των αγορών του Περσικού Κόλπου.
ΔΥΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑΑπό την άλλη πλευρά, πάντως, μία μερίδα αναλυτών θεωρεί πως σήμερα, ο πληθωρισμός, ο οποίος έχει εκπλήξει ανοδικά σε ορισμένες χώρες και η νομισματική πολιτική, σε κάποιες άλλες, αποτελούν τα μεγαλύτερα ερωτηματικά στη φάση αυτή για τις αναδυόμενες αγορές. Τα επιτόκια σε πολλές χώρες, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, θα αυξηθούν το 2010 (κυρίως στο β' εξάμηνο), αλλά αυτό δεν αναμένεται να επηρεάσει δραματικά την αγορά κατοικίας που σε ορισμένες περιοχές (Ασία) κινδυνεύει με φούσκα.
Πρόκληση για την ψυχολογία στην αγορά αποτελεί επίσης η έναρξη της εξομάλυνσης στην Κίνα. Με αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, της τάξης του 10,7% κατά το τέταρτο τρίμηνο του 2009 έναντι της αντίστοιχης περιόδου πέρυσι, οι κινεζικές αρχές προέβησαν στις πρώτες κινήσεις εξομάλυνσης, αν και η νομισματική πολιτική της χώρας μάλλον εξακολουθεί να είναι προσαρμοστική.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, καθώς θα αυξάνεται ο πληθωρισμός και θα ανακάμπτουν οι εξαγωγές, θα υπάρξουν πιο επιθετικά μέτρα σύσφιγξης της πολιτικής, καθώς πλησιάζουμε τα μέσα του έτους. Αν και μία πιο περιοριστική πολιτική δεν αναμένεται να ανατρέψει τη δυνατή οικονομική ανάκαμψη, θα μπορούσε να δημιουργήσει πιέσεις σε αξίες που επηρεάζονται από την κινεζική ρευστότητα (μετοχές, εμπορεύματα, ομόλογα των ΗΠΑ).
Ο ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣΟι αναδυόμενες αγορές, υποστηρίζουν ορισμένοι αναλυτές, θα μπορούσαν να αποδειχθούν μία επένδυση με μεγάλες διακυμάνσεις το 2010 - αλλά πιθανότατα και επικερδείς. Το 2009, τα επιχειρήματα υπέρ των αγορών αυτών ήταν οι καλύτερες προοπτικές ανάπτυξης και οι ελκυστικές αποτιμήσεις, ενώ για το 2010 είναι η ανάπτυξη αλλά και το συνάλλαγμα.
Με δύο λόγια, υποστηρίζεται πως οι αναδυόμενες μετοχικές αγορές ίσως είναι ο τρόπος να χειριστεί κάποιος τη χρονιά που διανύουμε, τα υποεκτιμημένα νομίσματα. Η ιστορία των αναδυόμενων αγορών το 2010, λένε ορισμένοι, ίσως φέρει απόηχους της ιστορίας των ασιατικών μετοχών στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Τότε, όπως και τώρα, μία παρατεταμένη περίοδος χαλαρής πολιτικής στις ΗΠΑ οδήγησε στη ροή κεφαλαίων προς τις ασιατικές αναδυόμενες αγορές για την αξιοποίηση της καλύτερης προοπτικής τους για ανάπτυξη.
Ακόμη και όταν η προφανής υποεκτίμηση των μετοχών είχε υποχωρήσει, οι εισροές συνεχίστηκαν, με τα τελευταία κύματα να εστιάζουν στα κακώς αποτιμημένα νομίσματα και όχι στις φθηνές αγορές μετοχών. Μέχρι να γίνουν νέες αποτιμήσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών στον αναδυόμενο κόσμο το 2010, θα μπορούσε η ίδια αυτή ιστορία να επαναληφθεί.
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑΣτην αρχή της κρίσης, πάντως, οι αναδυόμενες οικονομίες αποτελούσαν το «ασφαλές καταφύγιο» των επενδυτών υπεραποδίδοντας, καθώς κυριαρχούσε ακόμη η θεωρία της «αποδέσμευσής» τους από τις ανεπτυγμένες. Η θεωρία αυτή, όμως, κατέρρευσε το 2008, όταν έγινε σαφές ότι η επιβράδυνση στον ανεπτυγμένο κόσμο δεν μπορεί να μην αποτυπωθεί και στις αναδυόμενες αγορές.
Υστερα ήλθε η ανάκαμψη και, παρά τις αρχικές ανησυχίες, το 2009 οι αναδυόμενες αγορές υπεραπέδωσαν, καθώς οι έντονες κρατικές παρεμβάσεις απέτρεψαν μία μεγάλη ύφεση, προκαλώντας ισχυρή ενδυνάμωση όλων των ριψοκίνδυνων αξιών. Το 2010, καθώς η ανάπτυξη στον ανεπτυγμένο κόσμο συγκρατείται από τα υψηλά χρέη, οι αναδυόμενες οικονομίες είναι αυτές που, όπως λένε οι αναλυτές, για κυκλικούς και διαρθρωτικούς λόγους θα ηγηθούν της παγκόσμιας οικονομίας.
Η μετατόπιση της οικονομικής ισχύος προς τις αναδυόμενες οικονομίες είναι εξάλλου εντυπωσιακή τα τελευταία χρόνια, καθώς από το 1992 η οικονομία μίας τυπικής αναδυόμενης αγοράς αναπτύχθηκε κατά μέσον όρο 130%, έναντι μόλις 38% των επτά πλουσιότερων χωρών του πλανήτη.
ΔΥΝΑΜΗΕτσι σήμερα, πέντε από τις δέκα μεγαλύτερες επιχειρήσεις του κόσμου προέρχονται από τις αναδυόμενες αγορές, ενώ το 49% του παγκόσμιου ΑΕΠ παράγεται στις αγορές αυτές. Για ορισμένους αναλυτές, μάλιστα, οι Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα - τα μέλη δηλαδή της Bric - θα ξεπεράσουν σε μέγεθος τις έξι τωρινές μεγαλύτερες οικονομίες έως το 2039, ενώ η Κίνα μόνη της είναι πιθανόν να ξεπεράσει τις ΗΠΑ το 2041.
Κατά τη δεκαετία του 1820 η κινεζική οικονομία αποτελούσε σχεδόν το 30% της παγκόσμιας. Υστερα το ειδικό της βάρος στον κόσμο μειώθηκε κοντά στο 4%, αλλά τα τελευταία δέκα χρόνια η χώρα επέστρεψε στο προσκήνιο, καθώς η ανάπτυξή της ευνοήθηκε από την τεράστια δεξαμενή φτηνού εργατικού δυναμικού, το προσιτό νόμισμα και την καταναλωτική μανία της Δύσης.
Το οικονομικό της μοντέλο πάντως φαίνεται ότι θα επιχειρήσει σταδιακά μία στροφή προς την εσωτερική κατανάλωση και την αύξηση της παραγωγικότητας. Συνολικά, εκτιμάται πως ο συνδυασμός αυξημένης κατανάλωσης και παραγωγικότητας μπορεί να αποδειχθεί ότι αποτελεί έναν αναπτυξιακό παράγοντα εξίσου ισχυρό με τις εξαγωγές, συντηρώντας τους αναπτυξιακούς ρυθμούς της χώρας σε υψηλά επίπεδα.
Γενικότερα για τους αναλυτές, η ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη των αναδυόμενων αγορών σε ολόκληρο τον κόσμο, σε συνδυασμό με τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τα δημογραφικά τους χαρακτηριστικά, καθιστούν τις αναδυόμενες αγορές μία σταθερά ελκυστική επενδυτική επιλογή. Σε αντίθεση, εξάλλου, με ό,τι συμβαίνει στις ανεπτυγμένες οικονομίες, όπου το μέγεθος του ενεργού πληθυσμού αναμένεται να φτάσει στο μέγιστό του σημείο το 2010, ο ενεργός πληθυσμός στις αναδυόμενες οικονομίες αυξάνεται και μάλιστα με επιταχυνόμενο ρυθμό. Αυτή η πληθυσμιακή αύξηση σημαίνει πως η ιδιωτική κατανάλωση στις αναδυόμενες αγορές θα συνεχίσει να βρίσκεται πάνω από το επίπεδο κατανάλωσης που βλέπουμε στον ανεπτυγμένο κόσμο.
Καταλυτικός παράγοντας θα είναι η ταχεία αύξηση των εισοδημάτων, που «σπρώχνει» όλο και μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες στη λεγόμενη «μεσαία τάξη».
Αν και οι αναδυόμενες αγορές δείχνουν πάντως να έχουν καλύτερες αντοχές, δεν αναμένεται να ξεφύγουν δραματικά από τη γενικότερη τάση. Σήμερα, οι μετοχικές αγορές διεθνώς δείχνουν να βρίσκονται σε φάση συσσώρευσης, αν και για ορισμένους αναλυτές θεωρούνται μάλλον «υπερπουλημένες», κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία παροδική, κατά πάσα πιθανότητα, θετική αντίδραση, ίσως με τη μορφή ενός σύντομου ράλι «ανακούφισης».
Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, οι αγορές είναι πεπεισμένες πως οι αγορές για μία μεγάλη περίοδο θα κινούνται πλαγίως και εντός ενός μεγάλου εύρους τιμών, ένα περιβάλλον από το οποίο δεν αναμένεται να ξεφύγουν δραματικά ούτε και οι αναδυόμενες αγορές.
Τα μεγάλα χρέη, η δημοσιονομική σύσφιγξη, η μεγαλύτερη αποταμίευση και μία πιο φειδωλή πολιτική παροχής πιστώσεων από τις τράπεζες οδηγούν συνολικά σε έναν κόσμο χαμηλού πληθωρισμού και μέτριας ανάπτυξης, στον οποίο, σύμφωνα με τους αναλυτές, οι εταιρείες θα πρέπει να συνηθίσουν σε αργούς ρυθμούς αύξησης της κερδοφορίας τους και οι επενδυτές σε ήπιες αποδόσεις.
Ελλάδα: Δύο σενάρια και μια πρόκλησηΣε αυτό το περιβάλλον το ελληνικό Χρηματιστήριο υποδέχτηκε μάλλον συγκρατημένα τόσο τη νέα ομολογιακή έκδοση της Ελληνικής Δημοκρατίας όσο και τα νέα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής της κυβέρνησης. Δύο τάσεις πλέον φαίνεται να διαμορφώνονται στις αγορές: Η πρώτη που φαίνεται σήμερα να αποτελεί μεγάλη μειοψηφία, θεωρεί ότι η Ελλάδα δεν θα τα καταφέρει και αργά ή γρήγορα θα οδηγηθεί ακόμη και στην αγκαλιά του ΔΝΤ.
Η δεύτερη, που φαίνεται να είναι και η κυρίαρχη, είναι ότι τώρα έχουμε επανακτήσει την πρόσβασή μας στις διεθνείς κεφαλαιαγορές για έστω και κάπως ακριβό δανεισμό και ίσως μάλιστα (αν τα μέτρα λειτουργήσουν) να μη χρειαστεί να ενεργοποιηθεί σε όλο του το εύρος και το όποιο σχέδιο στήριξης των εταίρων μας. Με την κατανάλωση πάντως να αντιστοιχεί στο 72% του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, τα νέα μέτρα οδηγούν σε βαθιά ύφεση (από -4% ως-5%, λένε ορισμένοι οικονομολόγοι) μία εξέλιξη που έχει δύο παρενέργειες:
* Πρώτον, για το Χρηματιστήριο η ύφεση οδηγεί σε πίεση των εταιρικών κερδών, κάτι που περιορίζει τις προοπτικές ανόδου των τιμών.
* Δεύτερον, η ύφεση παρά τα σκληρά δημοσιονομικά μέτρα μπορεί να οδηγήσει σε έναν φαύλο κύκλο την οικονομία, καθώς ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνει αφού ο αριθμητής θα μεγαλώνει ταχύτερα από τον παρονομαστή.
Τα πράγματα δείχνουν λοιπόν ότι αν τελικά καταφέρουμε να κερδίσουμε το πρώτο στοίχημα (να μπορούμε δηλαδή - έστω και κάπως ακριβά - να συνεχίσουμε να δανιζόμαστε από τις αγορές) θα πρέπει να βρούμε και τρόπους τόνωσης της ανάπτυξης. Καθώς λοιπόν παραμένουμε μία οικονομία με «σβηστές μηχανές», θα πρέπει πλέον να βρούμε τρόπους ώστε «οι μηχανές» να λειτουργήσουν και πάλι πριν είναι πολύ αργά.
Το στοίχημα λοιπόν τώρα θα πρέπει να είναι η ανάπτυξη ώστε να διασφαλιστεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ελληνικής οικονομίας και τα επόμενα χρόνια, καθώς σύμφωνα με τα διάφορα μακροοικονομικά σενάρια των οικονομολόγων για συρρίκνωση της οικονομίας ύψους 2%, 3% και 4% το 2010, η δημοσιονομική προσαρμογή που επιχειρείται, εάν επιτύχει, οδηγεί το δημοσιονομικό έλλειμμα στο 7,4% - 7,5% το 2010 (χαμηλότερα από τους αρχικούς στόχους για 8,7% του ΑΕΠ).
Κέρδος 7/3/2010 07:15
http://www.kerdos.gr/Default.aspx?id=1201896&nt=103